κτοινάτης

κτοινάτης
κτοιν-άτης [ᾱ], ου, ,
A member of a κτοίνα, IG12(1).694.14:—also[suff] κτοιν-έτης, ib.157.9, 12(3).1270A 13 ([place name] Syme).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κτοινάτης — και κτοινέτης, ὁ (Α) [κτοίνα] επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτοίνα*, μέλος τής κτοίνας …   Dictionary of Greek

  • κτοινέτης — κτοινέτης, ὁ (Α) βλ. κτοινάτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”